- πεισμώνω
- πεισματώνω και πεισμώνω, πεισμάτωσα και πείσμωσα, πεισματωμένος και πεισμωμένος βλ. πίν. 3
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
πεισμώνω — [πείσμα (Ι)] 1. κάνω κάποιον πείσμονα, πεισματάρη, πεισματώνω κάποιον 2. γίνομαι πείσμων, ισχυρογνώμων, επίμονος, προκαλείται μέσα μου πεισματική αντίδραση («πείσμωσε και δεν μιλάει σε κανέναν» 3. φρ. «πεισμωμένη μάχη» η μάχη που γίνεται με… … Dictionary of Greek
πεισμώνω — βλ. πεισματώνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πείσμωμα — το [πεισμώνω] το αποτέλεσμα τού πεισμώνω, το πείσμάτωμα … Dictionary of Greek
γνωμιάζω — και εγνωμιάζω (Μ γνωμιάζω και ἐγνωμιάζω) [γνώμη] υπολογίζω, λογαριάζω νεοελλ. 1. έχω στον νου μου, σκοπεύω να... 2. οργίζομαι, πεισμώνω … Dictionary of Greek
εξερίζω — ἐξερίζω (AM) [ερίζω] πεισμώνω, συνερίζομαι … Dictionary of Greek
μουλλώνω — και μουλ(λ)ώχνω (Μ μουλ[λ]ώνω και μουλλών[ν]ω) 1. στέκομαι ακίνητος και σιωπηλός, παραμένω άφωνος, σωπαίνω («κι εμούλλωσε την κεφαλήν και το κορμί απορρίχνει», Ερωτόκρ.) 2. κρύβω, αποσιωπώ 3. ζαρώνω από φόβο, προσπαθώ να κρυφτώ από, φόβο, λουφάζω … Dictionary of Greek
στυλώνω — στυλῶ, όω, ΝΑ [στῡλος] στηρίζω κάτι με στύλους, υποστυλώνω νεοελλ. 1. μτφ. (για φαγητά και ποτά) δίνω νέες δυνάμεις σε κάποιον, τονώνω, καρδαμώνω («μέ στύλωσε το κρέας που έφαγα») 2. (μέσ. και παθ.) στυλώνομαι α) μένω ακίνητος, ακινητοποιούμαι β) … Dictionary of Greek
φουρκίζω — ΝΜ, και φουλκίζω Μ [φούρκα (Ι)] απαγχονίζω («κι ο κύρης τση σαν πίβουλη βάνει να μέ φουρκίσῃ», Ερωτόκρ.) νεοελλ. 1. στερεώνω με φούρκα, με διχάλα («φουρκίζω τα κλαδιά τού δέντρου») 2. μτφ. εξοργίζω, πεισμώνω κάποιον («τόν φούρκισε με τα λόγια… … Dictionary of Greek
πεισματώνω — και πεισμώνω, πεισμάτωσα και πείσμωσα, πεισματωμένος και πεισμωμένος βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
πεισματώνω — και πεισμώνω πεισμάτωσα και πείσμωσα, πεισματώθηκα και πεισμώθηκα, πεισματωμένος και πεισμωμένος 1. προκαλώ την αντίδραση, το πείσμα κάποιου. 2. αμτβ., βάζω πείσμα, γίνομαι ισχυρογνώμονας: Πεισμάτωσαν τον άνθρωπο και δεν τους μιλάει … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)